- τρούφα
- και παλ. γρφ. τρούφφα, η, Ν1. (μυκητ.) κοινή ονομασία εδώδιμων και φημισμένων για τη γεύση τους υπόγειων σαπροφυτικών μυκήτων που έχουν κονδυλόμορφο σχήμα, σχηματίζουν μυκορριζικές σχέσεις με τις ρίζες διαφόρων δέντρων, κυρίως με τη δρυ, και ανήκουν στους ασκομύκητες, στην κλάση δισκομύκητες και στην τάξη τουβερώδη2. γλύκισμα από σοκολάτα που έχει σχήμα όμοιο με τα μανιτάρια αυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. truffe < λατ. tuber «εξόγκωμα»].
Dictionary of Greek. 2013.